-
1 точка
точка 1-и θ.1. στίξη, στιγμή,μτφ. σημαδάκι.2. (γραμμ.) η τελεία.3. σημείο, μέρος•точка пересечения σημείο τομής ή διασταύρωσης•
точка касания дуги с прямой το σημείο επαφής του τόξου με την ευθεία•
точка опоры το. σημείο στήριξης•
точка попадания снарядов σημείο πτώσης των βλημάτων•
наивысшая точка το υψηλότερο σημείο•
пулемтная точка φωλιά πολυβόλου•
торговая точка μαγαζί• περίπτερο.
|| όριο•кипения σημείο βρασμού (ζέσης)•
точка плавл-ния σημείο τήξης•
точка замерзания σημείο ψύξης.
4. ω? κατήγ. τέλος, φτάνει•ещё пол часа поработаю и -! ακόμα μισή ώρα θα δουλέψω και τελειώνω.
5. τέλος, θάνατος, χαμός.εκφρ.дветочкаи – η διπλή τελεία (:)• точка с запятой η άνω τελεία στα ρωσικά (;) точка в -у απόλυτη ακρίβεια, ίσα-ίσα, ακριβής σύμπτωση•до -и (дойти, довести) – στο έπακρο• στο αμήν•доточкаи (знать, видеть) – λεπτομερέστατα, με κάθε λεπτομέρεια•ставит -у – βάζω τελεία και παύλα (βάζω οριστικό τέρμα)•ставить -у, -и на ή над – (προεπαναστατικά)• α) διευκρινίζω λεπτομερέστατα, β) οδηγώ σε λογικό συμπέρασμα•попасть в (самую) -у – α) βρίσκω το στόχο στο κέντρο, β) μαντεύω ακριβώς ή λέγω κάτι πολύ πετυχημένο•смотреть (глядть) вод-ну -у – καρφώνω το μάτι σ ένα σημείο.точка 2-и θ.1. τρόχισμα, ακόνισμα.2. τόρνευση. || σκάλισμα, λάξευση. -
2 точка
точк||а I ж ἡ τελεία, ἡ στιγμή (тж. муз.)/ фиэ., мех., мат тж. перен τό σημείο[ν]:\точка с запятой ἡ ἄνω τελεία· \точка кипения (замерзания) τό σημείο βρασμοδ (πήξεως)· \точка опоры τό σημείο στήριξης, τό στήριγμα· исходная \точка ἡ ἀφετηρίά са́мая высокая \точка хребта τό ὑψηλότερο σημείο βουνοδ· ◊ \точка зрения ἡ ἄποψη [-ις]· попасть в (самую) \точкау βρίσκω τόν στόχο· вода́ достигла самой высокой \точкаи ἡ στάθμη той νεροῦ ἀνήλθε στό ἀνώτατο σημείο· дойти до \точкаи φθάνω στό κατακόρυφο, φτάνω στά ἔσχατα· сдвинуть дело с мертвой \точкаи κινώ (или προωθώ) μιά δουλειά· \точка в \точкау ἀκριβώς· ставить \точкау над «и» μιλώ ξεκάθαρα, ἀκριβολογώ, λέγω τήν κυριολεξία· огневая \точка воен. ἡ ἐστία πυρός.точка II ж (действие) τό ἀκόνισμα, τό τρόχισμα. -
3 точка
I. 1. (мат., мех., физ.) το σημείο- αναφοράςкардинальная - опт. κύριο -- ζέσηςкритическая - κρίσιμο -, οριακό -- привязки (геод.топ.) - αναφοράς, σταθερό -счислимая (нвг.) - το αναμετρηθέν στίγμαузловая мат. - κόμβου2.(знак препинания) η τελεία 3. (графический знак) η κουκίδα. II. (затачивание) см. точение.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > точка
-
4 упор
1. (подпорка) το στήριγμα, το έρεισμαносовой - мор. πρωραίο/πλωριό -2. (то, что ограничивает перемещение чего-л.) о αναστολέαςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > упор
-
5 опорный
επ.ερειαματικός, της στήριξης, του στηρίγματος•-ая точка σημείο στήριξης•
-ая база η κύρια βάση•
опорный пункт α) το κύριο (βασικό) σημείο, β) στρατ. σημείο στηρίγματος.
-
6 упорный
упорный 1επ.στηρικτικός, της στήριξης, του στηρίγματος•-ая точка σημείο στήριξης.
упорный 2επ.1. επίμονος, έμμονος•упорный человек επίμονος άνθρωπος•
-ые поиски επίμονες αναζητήσεις.
|| σταθερός, ακλόνητος, άκαμπτος, ακράδαντος. || πείσμονας, ισχυρογνώμονάς.2. διαρκής, συνεχής, μόνιμος.3. πεισματώδης, πεισματικός. -ые бои πεισματώδεις μάχες. || σκληρός, γερός•упорный металл σκληρό μέταλλο.
-
7 упор
-а α.1. στήριγμα, έρεισμα•точка -а σημείο στήριξης•
завинтить до -а βιδώνω ως το τέλος, ώσπου δεν παίρνει άλλο.
2. υποστήριγμα. || υπομόχλιο.εκφρ.в упор – από κοντά, κολλητά, εξ επαφής•стрелять в упор – πυροβολώ εξ επαφής•в упор сказать – λέγω απερ ίφραστα, νέτα-σκέτα, σταράτα•в упор смотреть (глядеть) – κοιτάζω επίμονα ή κατάματα•делать упор – ρίχνω το βάρος, δίνω σημασία, προσοχή•στηρίζομαι.